Πάντα αυτό το παιδί του χειμώνα,
Ο δεκεμβρινός ήλιος κάθεται χαμηλά στον ουρανό
Κρύο φως σε παγωμένα χωράφια
Tα βοοειδή στους στάβλους τους μουγγρίζουν.
Όταν δύο περπάτησαν αυτόν τον χειμωνιάτικο δρόμο,
Δέκα χιλιάδες μίλια έμοιαζαν με τίποτα σε εμάς τότε,
Τώρα ο οποιοσδήποτε περπατάει με βαρύ πάτημα
Η απόσταση ανάμεσα στα βήματά τους επιβραδύνει
Όλη μέρα το χιόνι έπεφτε
Ό,τι απέμεινε από τη μέρα έχει πλησιάσει πολύ κοντά
Λέω το όνομά σου λες και θα μου απαντούσες
Αλλά η σιωπή του χιονιού είναι εκκωφαντική
Πόσο καλά ανακαλώ τους καβγάδες μας
Η λογική μας δεν είχε χρέη ή αποζημίωση
Η φιλοσοφία και η πίστη ήταν φαντάσματα
Που κυνηγούσαμε μέχρι
Οι πύλες του παραδείσου να σπάσουν
Αλλά κάτι με κάνει να γυρνάω, δεν ξέρω,
Το να βλέπω τις πατημασιές κάποιου άλλου, εκεί στο χιόνι,
Χαμογελάω μόνος μου και μετά αναρωτιέμαι γιατί
Περνάς από το μυαλό μου μόνο τον χειμώνα