Γιατί ρωτάς που ήμουνα όταν βραδιάζει
σκιές παντού φεγγάρι αργεί
και ποιος μας λογαριάζει,
σκοτάδι μέσα μου, υγρό, ακίνητο αγιάζι.
Δώσ’ μου φωτιά η φλόγα της
τη μνήμη τη σβηστή ν’ ανάψει,
πέτρα βαριά η κρύα μου καρδιά
να βρει και να σκοντάψει.
Είναι πολλά μη με ρωτάς
που πάω όταν βραδιάζει,
είναι πολλά και ποιος
μας λογαριάζει.
Γιατί ρωτάς τη θάλασσα αφού σου μοιάζει
είναι θεριό, είναι κραυγή, ποτέ δεν ησυχάζει
κοιμάμαι επάνω σε φιλιά
που η νύχτα τα χαράζει.
Δώσ’ μου φωτιά η φλόγα της
τη μνήμη τη σβηστή ν’ ανάψει,
πέτρα βαριά η κρύα μου καρδιά
να βρει και να σκοντάψει.
Είναι πολλά μη με ρωτάς
που πάω όταν βραδιάζει,
είναι πολλά και ποιος
μας λογαριάζει.