Φοβάμαι τον θάνατο όταν τους βλέπω να καταφθάνουν
Μολυσμένα κόκκινα μάτια, με κοιτάζουν επίμονα
Έφτασε η ώρα για αντίποινα
Πλέον προσμετρούν τις πράξεις μου
Τα ουρλιαχτά και οι κραυγές με μπερδεύουν
Πέφτοντας σε δυσμένεια, δεν θέλω να φύγω τώρα
Και τους αντιμετωπίζω, φαίνεται πως με αναγνωρίζουν
Είναι πολύ αργά για μετάνοιες
Γίνονται όλο και πιο σκοτεινοί καθώς με πλησιάζουν, αναρριχώμενοι
Περιπλανώμενα όρνεα στον ουρανό
Κατασπαραγμένα από ένα μανιώδες τέρας
Αναστήθηκαν, πεσόντες από τους νεκρούς
Αντέχω τον πόνο που μου δίνουν αργά αργά
Στιγμιότυπα της ζωής μου θολώνουν με τα βασανιστήρια
Υπενθύμιση νεκρικών σορών
Εκατοντάδες ανθρώπων πεθαίνουν
Παίρνω πίσω όλο τον πόνο που μοιράστηκε
Μέσα στους αιώνες ασυνείδητα
Το μυαλό μου διασκορπίστηκε, ταΐζω τους κατοίκους του κελιού αυτού
Κυριεύεται η καρδιά μου
Έχω σκοτώσει τόσους πολλούς, δεν θέλω να μετρήσω
Αφιέρωσα την ζωή μου στο να βιάζω τον κόσμο
Και μακριά και κοντά, πριν από εσένα έρχομαι, σε παρακαλώ βοήθα δημιουργέ, αλάνθαστε!