Περπάτησα τα βήματα του πατέρα μου σήμερα
Εργάστηκα μέχρι που πάγωσα και το πρόσωπό μου έγινε γκρι
Και όλα μου τα δάχτυλα σκληρά και ξεθωριασμένα μέχρι το κόκκαλο
Και εσθανθηκα σαν παιδί σε έναν κόσμο γεμάτο μεγάλους
Προσπαθώντας να πιάσω αυτό το κάτι πάλι
δυνατό σαν βόδι αλλά αργά μετατρέπεται σε πέτρα
Φεύγοντας από αυτό το δωμάτιο μαύρο και γκρι
Καπνός να κρέμεται απ τα σύννεφα και ο παλιός ήχος να παίζει
Και η μουσική είναι απαλή
Και η φωνή ησυχασα
Και το αγόρι που αγάπησε
Και ο άντρας που έχασε
Και περπάτησα έξω στη βροχή
Ξανά
Αισθάνθηκα το άγγιγμα της μητέρας μου σήμερα
Σπρωχνοντας με ευγενικά μπροστά πάλι
Κλείνοντας τα μάτια μου αλλά ακόμα αισθάνοντας τον τρόπο
(αυτό δν το ξρω)
Ηρθα στις αισθήσεις μου που με έκοψαν σε κομμάτια
Γιατί χρειαζόμουν κι άλλα αλλά με έδιωχναν
Περπατώντας μόνος με αυτά τα πόδια φτιαγμένα από πέτρα
Είμαι σχεδόν στεγνός και σχεδόν σπίτι
Όπου οο φωτογραφίες γελάνε
Και είμαι ακόμα το παιδι κάποιου
Και το μέρος μ έχει λεχθει
Άρα θα μείνω για λίγο
Μέχρι να περπατησω στη βροχή
Όπως το νερό θα λέγανε
Και θα γεννιομουνα παλι