Μια γυναίκα σπέρνει στάρι
γυρίζει το χαρτί και να σου ο χωριάτης,
ο χωριάτης που σκάβει τη γη•
γυρίζει το χαρτί και να σου ο πόλεμος,
δεν υπάρχουν πια στρατιώτες για τον πόλεμο,
το’ σκασαν όλοι ξυπόλητοι.
Η Αντζιολίνα περπατάει, περπατάει
με τα μπλε της παπούτσια,
ένας καραμπινιέρος την αγάπησε,
γυρίζει το χαρτί κι εκείνος χάνεται.
Ένα παιδί σκαρφαλώνει στο φράχτη,
κλέβει κεράσια και φτερά πουλιού,
ρίχνει πέτρες, δεν πονάει,
γυρίζει το χαρτί και να σου ο φάντης μπαστούνι.
Ο φάντης μπαστούνι, που είναι φωτιά από άχυρο,
γυρίζει το χαρτί και ξυπνά ο πετεινός.
Η Αντζιολίνα στις έξι το πρωί
πλέκει τα μαλλιά της με τσουκνίδες,
έχει ένα περιδέραιο από κουκούτσια ροδάκινου
και το γυρίζει τρεις φορές ανάμεσα στα δάχτυλα,
έχει ένα περιδέραιο από κουκούτσια ροδάκινου
και τα μετράει τρεις φορές με τα δάχτυλα.
Η μάνα μου έχει έναν μύλο και έναν άτακτο γιο
του ζαχαρώνει τη μύτη με μηλόπιτα.
Η μάνα μου και ο μύλος γεννήθηκαν γελώντας,
γυρίζει το χαρτί και να σου ένας ξανθός πιλότος,
πιλότος ξανθός με μεταξωτό πουκάμισο,
καπέλο από αλεπού, χαμόγελο αθλητή.
Η Αντζολίνα κάθεται στην κουζίνα
και κλαίει, τρώει μούρα.
Ένα ξένο αγόρι έχει ένα δίσκο με μια ορχήστρα,
που γυρίζει γρήγορα και μιλά για αγάπη.
Η Μαντάμ Ντορέ έχασε έξι κόρες (1)
ανάμεσα στα μπαρ του λιμανιού και στα θαύματά της.
Η Μαντάμ Ντορέ βρωμάει γατίλα
γυρίζει το χαρτί και πληρώνει τα λίτρα,
πληρώνει τα λίτρα με τις σακούλες των ματιών,
γεμάτες από φωτογραφίες διακοπτόμενων ονείρων.
Η Αντζιολίνα ψαλιδίζει τα περιοδικά,
ντύνεται νύφη, τραγουδάει τη νίκη της,
καλεί τις αναμνήσεις με τ’ όνομά τους,
γυρίζει το χαρτί και τελειώνει με το «δόξη και τιμή»,
καλεί τις αναμνήσεις με τ’ όνομά τους,
γυρίζει το χαρτί και τελειώνει με το «δόξη και τιμή».