Μην βιάζεσαι να ανάψεις
τα φώτα τα σβηστά
θα γίνουμε χειμώνες
θα αποδημούν φιλιά
Ας γίνει το σκοτάδι
ασπίδα της στιγμής
μέχρι να κοιμηθεί το χάδι
που κυλά
στα μαλλιά
κι ύστερα βρες
τις εκβολές
πριν να γίνουν πουλιά
Μήν βιάζεσαι να φύγεις
απ’ το κρεβάτι μου
σημάδεψα για σένα
το μονοπάτι μου
Άφηνα ένα στίχο
σε κάθε βήμα μου
και γκρέμισα μεμιάς τον τοίχο
που έχτιζα
κι έλπιζα
να μη με βρουν
κι ας μ’ αγαπούν
άλλα φιλιά βιαστικά
Θα ’ρθει, θα δεις, μια μέρα
θα πεις «γεράσαμε»
στα δάχτυλά μας βέρα
όσα περάσαμε
Εσύ κι εγώ φτιαγμένοι
με ίδια υλικά
κι ας μοιάζουμε σαν δύο ξένοι
στον σταθμό
τον στερνό
τρεις συλλαβές
τρεις χαρακιές
στα βαριά μας φτερά