Με μια βαλίτσα αναμνήσεις
κι ένα τσιγάρο πόνο,
πήρα τους δρόμους μόνος μου
φυγάς σε ξένο κόσμο.
Σε μια γωνιά σαν στάθηκα
κοίταξα τι αφήνω
και η ματιά σου έλαμψε
σαν φλόγα μεσ’ το κρύο.
Βαρδάρη φύσηξε να σβήσεις το φεγγάρι
να μη μπορώ να δω ο πόνος που με πάει
Φύσα να πάρεις ότι έμεινε από μένα
κι άφησε πίσω μακριά κάθε της ψέμα.
Στης Σαλονίκης τα στενά
ζητάω λίγη αγάπη
αυτή που μου κλεψες εσύ
και πέταξες στην άκρη
Για μια στιγμή σαν σκέφτηκα
πως ζούσα σε μια πλάνη
άδειασε ο κόσμος γύρω μου
και κύλησε ένα δάκρυ!