Καθώς περπατούσα σε ένα μονοπάτι
Άκουσα δύο κοράκια να μουρμουρίζουν
Και το ένα προς το άλλο είπε,
"Που θα πάμε να δειπνήσουμε σήμερα;"
"Πίσω από εκείνο το παλιό τείχος
Ξέρω ότι κείτεται ένας νεκρός ιππότης
Και κανείς δεν ξέρει ότι βρίσκεται εκεί,
Μονάχα το γεράκι του το κυνηγόσκυλο του και η κυρία του.
"Το κυνηγόσκυλό του έχει πάει στο κυνήγι,
Το γεράκι του έχει πάει να πιάσει πουλιά,
Η κυρία του βρήκε έναν άλλο σύντροφο,
Έτσι μπορούμε να φτιάξουμε το δείπνο μας γλυκέ/ιά μου.1
"Θα καθίσω στον λευκό λαιμό του
Και θα δαγκώσω βγάζοντας τα έξω τα όμορφα μπλε μάτια του.
Και από το περίσευμα των χρυσών μαλλιών του,
Θα καλύψουμε τη φωλιά μας όταν μεγαλώσει.
"Άλλος ένας από αυτούς κείτεται σκοτωμένος
Και κανείς δεν θα ξέρει πού βρίσκεται
Για τα λευκά κοκκαλά του, που θα είναι γυμνά,
Και ο άνεμος θα τα χτυπάει για πάντα
Ο άνεμος θα τα χτυπάει για πάντα."
1. προσφωνεί το ένα κοράκι το άλλο