Τρεις νιοί ναυτόπουλα, τρα λα, λα, λα
τρεις νιοί ναυτόπουλα, βάλανε πλώρη για ταξίδι
Τους σπρώξαν οι αέρηδες
μέχρι της Νέας Γης τα μέρη
Κει δίπλα στο πετρόμυλο
την άγκυρα τους ρίξανε
Στο μύλο τούτο
βρίσκονταν μια παρακόρη δούλα
Πούθε να σ’ έχω πριν γνωρίσει ;
εκείνη με ρωτά
Στην αγορά της Νάντης
μαζί διαλέξαμε τη βέρα
Τη βέρα που τους όρκους δώσαμε
σαν ήτανε να παντρευτούμε
Το γάμο να τον κάμουμε
και τίποτ’ ας μη κατέχουμε ;
Κυρά, όλα στρωμένα τα ‘χετε
και τίποτα δεν ξέρετε για όποιον ζη στη χρεία
Που ούτε στέγη έχουμε μα ούτε και στρωμνή
ούτε κι ένα κρεβάτι τη νύχτα ν’ αποκάμουμε
Μήτε σεντόνια κι ένα σκέπασμα
ούτε ένα πάπλωμα κάτ’ απ’ την κεφαλή μας
Κι ούτε γαβάθα με κουτάλα
ούτε κι αλεύρι για ψωμί
Ωσάν την πέρδικα
χάμω θα κοιμηθούμε
Και σαν το μπεκατσίνι
ο ήλιος σα σηκώνεται θα φύγουμε γι αλλού
Ετούτο το τραγούδι μου εδώθε τελειώνει
και όποιος δύναται και ξέρει, καλώς να συνεχίσει