Δες πώς μοιάζουνε τόσο οι άνθρωποι,
σκυφτοί περπατάνε στο δρόμο,
ψάχνουν κάποιον στο πλήθος,
το χέρι του ν’ ακουμπήσει για κείνους στον ώμο.
Τα παλτά τους φοράνε και τρέχουνε
να προλάβουν το τρένο πριν φύγει
και σε ξένα χλωμά διαμερίσματα
πάντα μπαίνουν το φως αν τους πνίγει.
Δε σ’ έχω
κι ίσως τους μοιάζω,
δε σ’ έχω
μόνη τρομάζω.
Δες πώς μοιάζουνε τόσο οι άνθρωποι
κουβαλάνε τα ψώνια στο σπίτι,
πάντα κάτι να πούνε θα βρίσκουνε
κι όμως πάντα μια λέξη θα λείπει.
Δε σ’ έχω
κι ίσως τους μοιάζω,
δε σ’ έχω
μόνη τρομάζω.
Θα φεύγουν οι μέρες κι εγώ θα ρωτάω
ποιο βήμα μου ξέρει πού θέλω να πάω,
τα φύλλα θα πέφτουν κι εγώ θα κοιτάζω
μπροστά στον καθρέφτη που πρόσωπα αλλάζω.
Δε σ’ έχω
κι ίσως τους μοιάζω.