Το τρίτο συρτάρι του γραφείου κλειδωμένο
τις νύχτες το αγγίζω, το χαϊδεύω και το βρίζω
και φεύγω από κοντά του, μα σε λίγο εκεί γυρίζω
αφού ό,τι σε θυμίζει είναι μέσα του κρυμμένο
Το τρίτο συρτάρι του γραφείου με σκοτώνει
μα, πώς να το αδειάσω, που θα θέλω να διαβάσω
στα γράμματα, στις κάρτες όσα πρέπει να ξεχάσω
γι’ αυτό και το αφήνω να πνιγεί από την σκόνη
Με μια φωτιά από αλκοόλ
σαν το αντίο εκεί στα χολ
που δεν κατάφερα ποτέ να ξεπεράσω
Θα βάλω εκείνο το μακό
που το φοράγαμε κι οι δυο
και με μια σπίθα το συρτάρι σου θα κάψω
Το τρίτο συρτάρι του γραφείου κλειδωμένο
με μίσος το κοιτάζω, τ’ αγαπάω, δεν τ’ αλλάζω
κι όταν δίπλα του περνάω με τα νύχια το χαράζω
και βλέπω το σημάδι στο κορμί μου χαραγμένο