Στο παλιό συρτάρι μου, της υπομονής μου
έκλεισα τα χρόνια μας που έχουν πια χαθεί,
τις φωτογραφίες σου και τις αναμνήσεις
κι όλα τα ενθύμια, που ’χαμε δεθεί.
Το συρτάρι στοίχειωσε απ’ τη μυρωδιά σου
κι ένα βράδυ τ’ άνοιξα, πριν να κοιμηθώ,
κι ένα μοναχά φτερό βρήκα απ’ τα φτερά σου
που δε φτάνει, αλίμονο, να πετώ κι εγώ.
Τώρα ούτε σπίτι πια, ούτε και συρτάρι
ν’ αποδείξει πως κι οι δυο ζήσαμε μαζί,
άλλους δρόμους πήραμε που έγιναν κουβάρι,
δεν υπάρχει τίποτα για ν’ αποδειχθεί.
Το συρτάρι στοίχειωσε απ’ τη μυρωδιά σου
κι ένα βράδυ τ’ άνοιξα, πριν να κοιμηθώ,
κι ένα μοναχά φτερό βρήκα απ’ τα φτερά σου
που δε φτάνει, αλίμονο, να πετώ κι εγώ.