Ραμόνα,
πλησίασε,
κλείσε ερμητικά τα υγρά σου μάτια.
Οι πηγές της θλίψης σου
ας φύγουν καθώς θα ανέρχονται οι αισθήσεις σου.
Τα λουλούδια της πόλης,
αν και μοιάζουν με αναπνοή,
φέρουν την αίσθηση του θανάτου κατά καιρούς.
Και δεν ωφελεί να προσπαθώ
να αντιμετωπίσω το θάνατο,
αν και δεν μπορώ να το εξηγήσω με στίχους.
Τα ραγισμένα επαρχιώτικα χείλη σου
ακόμη εύχομαι να φιλήσω,
έτσι ώστε να με κυριεύσει το δέρμα σου.
Οι μαγνητικές κινήσεις σου
ακόμη απαθανατίζουν τις στιγμές που βιώνω.
Όμως, μου τεμαχίζει την καρδιά. Μου αρέσει
να σε βλέπω να προσπαθείς να αποτελέσεις μέρος
ενός κόσμου που απλώς δεν υπάρχει.
Όλα είναι ένα όνειρο, αγάπη μου.
Ένα κενό, μια απάτη, αγάπη μου,
που σε αναγκάζει να αισθανθείς έτσι.
Μπορώ να κατανοήσω πως το κεφάλι σου
έχει στριφογυρίσει και τραφεί
από ανάξιο αφρό. Από το στόμα
αντιλαμβάνομαι πως έχεις φθαρεί
ανάμεσα στη διαμονή και στην επιστροφή
καθ'οδόν στο Νότο.
Έχεις εξαπατηθεί από τη σκέψη
ότι η γραμμή τερματισμού είναι στο χέρι σου.
Όμως, δεν υπάρχει κανείς να σε νικήσει,
κανείς να σε αντιμετωπίσει,
εκτός απ'τις σκέψεις σου που αισθάνεσαι χάλια.
Σ'έχω ακούσει να λέγεις πολλάκις
ότι δεν είσαι καλύτερη από κανένα
και ότι κανείς δεν σε ξεπερνάει.
Αν πραγματικά το πιστεύεις,
ξέρεις πως δεν έχεις
τίποτα να κερδίσεις και τίποτα να χάσεις.
Από επισκευές και δυνάμεις και φίλους
πηγάζει πράγματι η θλίψη σου,
η οποία σε τραντάζει και σε τυποποιεί.
Σε αναγκάζει να αισθανθείς
ότι πρέπει ακριβώς να τους μοιάσεις.
Για πάντα θα συζητούσα μαζί σου.
Όμως, σύντομα οι λέξεις μου
θα μετατρέπονταν σε ένα ασήμαντο δαχτυλίδι.
Από τα βάθη της καρδιάς μου,
ξέρω πως δεν μπορώ να προσφέρω καμιά βοήθεια.
Όλα φεύγουν,
όλα αλλάζουν.
Απλώς σκέψου τι νομίζεις πως θα'πρεπε να κάνεις.
Και ίσως κάποια μέρα,
ποιος ξέρει αγάπη μου,
θα έρθω και θα κλάψω πάνω σου.