Μ’ εκείνο το πουκάμισο που αγόρασες τυχαία
μια μέρα που στα ξαφνικά ερχόσουν να με δείς
Ακόμα ντύνω τη γυμνή τη μοναξιά μου ωραία
και φεύγω προς το μέλλον μου θλιμμένος και ατυχής
Έχουνε κάνει ένα λεκέ οι σκέψεις μου στον ώμο
που μ’ ό,τι και αν δόκιμασα δεν μπόρεσε να βγει
Ντρέπομαι όταν με κοιτούν οι άγνωστοι στο δρόμο
μα είναι οι σκέψεις μια πληγή που πάντα αιμοραγγεί
Το πλένω μες το όνειρο και το κρεμάω στην τύχη
κι είναι σαν να `μαι μέσα σου όποτε το φορώ
Σαν να χωράω ανάμεσα στης μοναξιάς τα τείχη
και σαν να σε έχω αγκαλιά ξανά κυκλοφορώ
Ενα πουκάμισο παλιό τριμμένο απ’ τα χρόνια
τσαλακωμένο απο την παλιά συνήθεια του καιρού
Κρατάει ακόμα μια γλυκιά μια γυναικεία κολώνια
και όπως ξεβάφει έρχεται στο χρώμα του ουρανου
Έχει μες την αριστερή τη τσέπη ένα χαρτί
που μου χες γράψει σ’ αγαπώ και πάντα θα `μαι εδώ
Κι ένα μικρό με το στυλό ζωγραφιστό φιλί
σε ποιον αν πω πως έχω πια δύο χρόνια να σε δω