Αγάπης και χαράς ανέτειλ’ ώρα·
ανθούς μοσκοβολά και δρόσο στάζει
η φύσις, στη μορφιά της όλη τώρα,
που νιότης και ζωής γιορτή γιορτάζει.
Λαλούνε τα πουλάκια στα κλωνάρια·
νεράιδες φανερές στεφάνια πλέκουν·
και τρέχουν κοπελιές και παλληκάρια,
κι οι έρωτες σιμά τους παραστέκουν.
Δεν μένει σ’ όλο το θείον άσμα,
Στην αρμονία όλη ένα χάσμα.
Αγάπης και χαράς ανέτειλ’ ώρα·
και συ, χλωμή, ξανθή και μαυροφόρα,
το πρόσωπό σου, νεκρική λαμπάδα,
μ’ επιταφίου μαρμάρου την ασπράδα,
το πρόσωπό σου, κρίνο μαραμένο,
πώς έφεξε κι εσώθη το θλιμμένο!
Τα μάτια σου, μελανογυρισμένα,
βαθιά στο βούρκο λάμπουν βουτηγμένα.
Δεν είσαι πλεια το θείο εκείνο πλάσμα,
κι απόμεινες γλυκύ κι ωραίο φάσμα.
Αγάπης και χαράς ανέτειλ’ ώρα·
νεράιδες φανερές στεφάνια πλέκουν·
για σε η Πρωτομαγιά ’ναι μαυροφόρα
και τα λουλούδια λυπημένα στέκουν.
Για σέναν’ η ζωή φέτος δε λάμπει·
ο ουρανός απάνω ’ναι μολύβι,
θλιμμέν’ η γη κι ερημικοί οι κάμποι
κι η άνοιξις τους θησαυρούς της κρύβει.
Βοριάς φυσάει σα θλιμμένο άσμα
τη νιότη σου θρηνεί, ωραίο φάσμα.
Αγάπης και χαράς γλυκεία ώρα·
σ’ επόνεσ’ η ψυχή μου, ω μαυροφόρα!
μη με κοιτάζεις πλεια, μη με πειράζεις,
με τη ματιά σου πάψε να με σφάζης.
Κάλλιο είχα σκλάβος νάμουνα σιμά σου,
παρά να εβασίλευα μακρυά σου·
δίπλα σου κάλλιο νάπεφτα στο χώμα
παρά ν’ ανέβω στ’ ουρανού το δώμα.
Αχ! ναι, γλυκύ μου μαραμένο πλάσμα,
Σ’ επόνεσ’ η ψυχή μου, ωραίο φάσμα.