Το μητσοτάκ, το μητσοτάκ,
άνθρωπος μουλιάπας, χαρά Θεού,
στίχος παιδιού, στίχος τρελού,
του φασουλή μου του κωμικού,
με μουσική αντί αντί
πολιτική, αντιπολιτική τ’ όνομά μου
κι ο δρόμος μου γραμμή,
όλο ζικ - ζακ το μητσοτάκ, το μητσοτάκ.
Καλέ κυρά, νοικοκυρά,
στείλε τον υδραυλικό σου τον σιδερένιο,
για τ’ όμομα του Σαρλώ, στον εξαποδώ,
μάς γέμισε νερά ένα ολόκληρο σπίτι,
μάς γκρέμισε τον αγωγό,
προτείνω τον ψηλό που μοιάζει με ροφό,
τα χώματα και τα νερά να μαζέψει
κι ως τότε κάτι θα σκεφτώ,
κάποιο ζικ - ζακ το μητσοτάκ, το μητσοτάκ.
Γιατί, γιατί, κύριε Πετεφρή,
το Πάσχα με το αρνάκι σου,
το Μάη με το στεφάνι κι όλο αγάπες,
μα μέσα στην βρωμούπολη
σε ζωνουν οι αυταπάτες
και να οι επαναστάτες, γύφτοι ανεβασμένοι,
σκαρφαλωμένοι, μέσ’ στο γιουβέτσι σου πεσμένοι
κι αυτοί που τους ανέχονται, βαρειά κουμουνισμένοι,
κομπλεξικοί, δήθεν γελασμένοι,
ξανά αποτυχημένοι,
αφού τον ρεκτιφιέ που δε σου κάνει τη δουλειά σου,
τον διώχνεις μάλλον και παίρνεις άλλον, τον όποιον άλλον,
για δες και τους ηγέτες σου δίχως παραμύθι,
να χάσουν την ισχύ τους, ν’ αλλάξει η τακτική τους,
τον κάθε τεχνικό, τής εξουσίας τον χρήστη,
εγώ τον αντιμετωπίζω δίχως πίστη,
άλλον μαραγκό, άλλον φαναρτζή,
άλλον συνθέτη, τώρα και ηγέτη.
Το νόμισμα είναι πάντως τόσο ξεπεσμένο,
διαλέγω ό,τι μπορώ που να `ναι και φθηνό
και να `ναι κι αγαθό,
προπάντων ικανό να βγάλει από τη μέση
το κνώδαλο αυτό, τον παπατζή.
Αντί, αντί πολιτική,
αντιπολιτική τ’ όνομά μου
κι ο δρόμος μου γραμμή
όλος ζικ - ζακ το μητσοτάκ, το μητσοτάκ,
το μητσοτάκ, το μητσοτάκ.