Εμέτραγα τον πόνο μου,
σ’ ένα παλιό μπεγλέρι
κι οι χάντρες εκυλίσανε
σα δάκρυα στο χέρι.
Η πρώτη η χάντρα η σκαλιστή
τα σκαλιστά μαλλιά της,
η δεύτερη η κόκκινη
το γλυκοφίλημα της.
Η τρίτη χάντρα κύλησε
απ’ το `να χέρι στ’ άλλο
και το μυαλό μου έπεσε
σε λογισμό μεγάλο.
Έτσι περνούν οι μέρες μου
σα χάντρες απ’ το χέρι
κι ο πόνος μου στα χέρια του
με παίζει σαν μπεγλέρι.
Κι ο πόνος μου στα χέρια του
με παίζει σαν μπεγλέρι.