Καζαντζίδης:
Ένας διαβάτης προχωρεί
μέσα στης νύχτας τα σκοτάδια.
Σέρνει το βήμα του βαρύ
όπως τ’ ανθρώπινα ρημάδια.
Σε κάποια πόρτα σταματά
που το καντήλι ακόμα καίει.
Κι ενώ με σπαραγμό χτυπά
κάποια φωνή τού λέει:
Μαρινέλλα:
Τι θες, ζητιάνε, τι ζητάς,
τι θέλεις τέτοια ώρα;
Ελεημοσύνη μη ζητάς,
δε σου ανοίγω τώρα.
Καζαντζίδης:
Ελεημοσύνη δε ζητώ,
εγώ ζητώ εσένα.
Είμαι ο γιος σου, μάνα μου,
που ήρθε απ’ τα ξένα.
Μαρινέλλα:
Ανάθεμα στη φτώχια μας,
ανάθεμα στα ξένα.
Σε άσπρισαν, σε γέρασαν,
παιδάκι μου, κι εσένα.
Καζαντζίδης:
Μη βλαστημάς την ξενιτιά
κι ας είδες μαύρες μέρες,
γιατί εκεί έχουν παιδιά
κι άλλες πολλές μητέρες.