Κάποτε σ’ είδα στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου,
στο καιρό του τρόμου και τ’ αλλόκοτου φόβου,
να διπλώνεσαι, ν’ ανησυχείς και να τρομάζεις
και πριν καλάρουν οι μέρες το σκασμό να βγάζεις.
Nα μι’ άπ’ τα ίδια, ίδιοι δρόμοι ίδιοι κύκλοι
γαβγίζουν οι άνθρωποι σκιάζονται οι σκύλοι
θρηνούν μανάδες και που να ξαποστάσεις
όταν στη μνήμη σου μακραίνουν οι αποστάσεις.
Έτσι σκηνοθετούν το σήμερα άκριτοι κοσμοκράτορες
βαρέθηκα τα έγκυρα είναι όλοι προβοκάτορες
που πιάνονται απ’ το φόβο σου και φτιάχνουν ιστορίες
κι ενάντια στους άπιστους στήνουν σταυροφορίες
από χορτασμένους με το ίδιο ήθος και παράστημα
που θα εξοντώνουν, όσα τους μοιάζουν άσχημα
έτσι κι εγώ αφού σκιάζεσαι ξανά σε φτύνω
ψάχνω λοιπόν ότι φοβάσαι για να γίνω.
Γίνομαι τάφος αντάρτη στο Ιράκ
και μοιρολόι στην Παλαιστίνη
τυφλός στη Βοσνία Ερζεγοβίνη
πεινασμένος ιθαγενής στο Μεξικό
χίλιες επεξηγήσεις για το φόβο σου στο λεξικό
μοναχός στο Θιβέτ – κι aboriginal στην Αυστραλία,
τζαμί καμένο από φασίστες στην Ιταλία
εθελοντής γιατρός απ’ την Αβάνα
και παιδί στην Τεχεράνη απ’ ανύπαντρη μάνα
νεκρός κι άταφος δάσκαλος στη Σομαλία,
κυνηγημένος Τούρκος συγγραφέας στη Γαλλία,
εργάτης στα πετρέλαια στη Βενεζουέλα
και στο Μπέλφαστ μια ματωμένη φανέλα
Βραζιλιάνος με 8 σφαίρες στο κεφάλι στο Λονδίνο
τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω.
Εγώ που κάνω όνειρα κι έχω πολλά ωραία να χάσω
κάνω και την αρχή – δε γουστάρω να ησυχάσω.
Τι άλλο (τι άλλο) φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω (τι άλλο φοβάσαι, πες μου και θα γίνω)
κι ας έχω (τα πιο ωραία εγώ να χάσω) τόσα πολλά κι ωραία να χάσω.
(Έχω τόσα πολλά και ωραία... να χάσω;)
Κι ούτε στιγμή (κι ούτε στιγμή σου λέω, ούτε στιγμή) μη ρωτάς τι θα απογίνω,
(μη ρωτάς για μένα φοβισμένε, μη ρωτάς)
μου φτάνει (αλήθεια... μου φτάνει) που δε γουστάρω να ησυχάσω
(που είμαι εδώ και θέλω τη βολή σου να χαλάσω – πες μου, τι άλλο φοβάσαι!)
Τι άλλο.. (τι άλλο!) φοβάσαι πες μου (και θα γίνω)
Θα γίνω χρήστης που παλεύει για τη σωτηρία,
διψασμένος πρόσφυγας από τη Νιγηρία,
σαρίκι τυλιγμένο σε περήφανο κεφάλι
και μασάτι από αφρικάνικο ατσάλι.
Σφαγμένο θηλυκό απ’ τους γονείς του στην Κίνα
κι ορφανό σε φαβέλα που πεθαίνει απ’ την πείνα.
Τι άλλο φοβάσαι πες μου και θα γίνω… (φοβάσαι πες μου και θα γίνω)
Αλγερινός που ξημερώνεται σε γαλλικά λιμάνια
και μάτια που κοιτούν από πασαμοντάνια
Τούρκος αναλφάβητος που ζει στο Γκάζι
και μορφωμένος Αλβανός που σε τρομάζει
στο τείχος της ντροπής stencil απ’ τον Banksy
κι ο εφιάλτης σου πριν να χαράξει.
Πες μου τι άλλο φοβάσαι και θα γίνω...