Πυκνοί καπνοί που με κύκλωσαν
και ποιος να καίγεται άραγε;
Όσο καλά κι αν την κλείδωσα
η πόρτα πάντοτε άνοιγε.
Ξεχείλισα τη θάλασσα, πιο πέρα δε μπορώ.
Συγχώρεσε με και οδήγησε με βαθιά,
στο κύμα πρώτα κι ύστερα στον αφρό.
Θεριό, μυρίζεις το φόβο μου
από τα μάτια σε γνώρισα,
στιγμή δε μ’ άφησες μόνο μου
ποτέ λοιπόν δε σε σκότωσα.
Ξεχείλισα τη θάλασσα, πιο πέρα δε μπορώ.
Συγχώρεσε με και οδήγησε με βαθιά,
στο κύμα πρώτα κι ύστερα στον αφρό.