Γεια σου σκότος παλιόφιλέ μου
Ήρθα να σου ξαναμιλήσω
Γιατί ένα όραμα λίγο ανατριχιαστικό
Άφησε τους σπόρους το ενώ κοιμόμουν
Και το όραμα αυτό που εμφυτεύτηκε στο μυαλό μου
Παραμένει μέσω του ήχου της σιωπής
Στα ανήσυχα όνειρα μου περπατούσα μόνος
Σε στενούς λιθόστρωτους δρόμους
Κάτω από το φωτοστέφανο μιας λάμπας
Σήκωσα το γιακά μου λόγω του κρύου και της υγρασίας
Όταν τα μάτια μου τυφλώνονταν
Από το φλας φώτων νέων
Που έσκιζαν τη νύχτα
Και άγγιζαν τον ήχο της σιωπής
Και στο γυμνό φως είδα
Δέκα χιλιάδες ανθρώπους ίσως
Περισσότερους
Ανθρώπους να συζητούν χωρίς να μιλούν
Ανθρώπους να ακούν χωρίς να παρακολουθούν
Ανθρώπους να γράφουν τραγούδια που οι φωνές δεν μοιράζονται
Και κανείς δεν τόλμησε
Να διαταράξει τον ήχο της σιωπής
«Ανόητοι» είπα εγώ «δεν ξέρετε ότι η σιωπή αναπτύσσεται σαν τον καρκίνο»
«Ακούστε τα λόγια μου και ίσως διδαχθείτε κάτι
Πάρ’ τε τα χέρια μου και ίσως σας φτάσω»
Αλλά τα λόγια μου έπεσαν σαν άηχες σταγόνες βροχής
Και ακούστηκαν στα πηγάδια της σιωπής
Και οι άνθρωποι γονάτισαν και προσευχήθηκαν
Στο θεό από νέο που επινόησαν
Και το σημάδι προειδοποίησε καθώς σχηματιζόταν σε λέξεις
Και το σημάδι έλεγε: «Τα λόγια των προφητών είναι γραμμένα στους τοίχους του μετρό και των εργατικών κατοικιών
Και ψιθύρισε στον ήχο της σιωπής»