Χαιρετώ σε, ω σκότος, ω εξετετιμημένε φίλε.
Προσελήλυθα ίνα συνομιλήσωμεν έκ παλαι
ως ένα όραμα υφέρπον
εμέ κατείληφε κοιμώμενον.
Και το εν ημίν πεφυκός όραμα
διαμεμένηκε
εν τη σιγή ιχθύος.
Εβάδιζον υπνοβατών ανησύχως,
εν τοις καλλιδρόμοις,
υπό των στεφάνων του οδοδείκτου.
Έστρεψα κεφαλήν εν τοις σκότεσιν
των εμών ομμάτων λελαβωμένων υπό της λάμψεως νεόν
διαπείραντος την νύκτα
και συνταράξαντος την σιγήν ιχθύος.
Υπό των διαυγών φώτων, είδον
πλείονας δέκα χιλίων πολιτών:
Ανθρώπους ομιλούντας άνευ του ακούσαι,
ανθρώπους ακούγοντας άνευ του αντιληφθήναι,
ανθρώπους συγγράφοντας υπέρ των σιγώντων φωνών
αίτινες ουδέποτε ετόλμησαν
την σιγήν ιχθύος ταράξαι.
Απεκρίθην: "Πλανημένοι ! Ου γιγγνώσκετε
την σιγήν ως καρκίνος φύεσθαι.
Ακούσατε τον λόγον εμόν όντινα ίσως διδάξω υμίν,
λάβετε την χείρα εμήν ήντινα προσοίσω υμίν."
Εντούτοις, αι λέξεις εμαί εξέπεσον ώσπερ οι στάλαι βροχής
και αντελάλησαν εν ταις πηγαίς της σιγής.
Και οι πολίται προσέπεσον και προσηυχήθησαν
επί του Βάαλ όντινα έπλασαν,
και ο προφήτης εξέδωκε την επικείμενην συμφοράν
εν ταις πλαθομέναις λέξεσι.
Και η εντολή σεσήμακε: "Προφητών λέξεις
καταλελειμμέναι εισίν εν τοις υποχθονοίς
και εν τοις επιστεγάσμασι."
Και σιωπηλώς εμίλησε εν σιγή ιχθύος.