(Στροφή 1η)
Είδε κάποιος έναν ιππότη να περνά από αυτόν τον δρόμο;
Τον είδα να παίζει σκάκι με τον Θάνατο, εχθές
Η σταυροφορία του ήταν μια αναζήτηση για τον Θεό και λένε
Πως έχει διανύσει μεγάλη απόσταση για να συνεχίσει
(Στροφή 2η)
Άκουσε κανείς για την πανούκλα σε αυτήν την πόλη;
Η πόλη που άφησα πίσω κάηκε ολοσχερώς
Ένα νεαρό κορίτσι σ' έναν πάσσαλο, το πρόσωπό της πλαισιώθηκε από φλόγες
Φώναξε, "Δεν είμαι μάγισσα, ο Θεός ξέρει το όνομά μου"
Ο ιππότης, παρακολουθούσε έντρομος, έπρεπε να ξέρει
Έτρεξε εκεί όπου θα μπορούσε να αισθανθεί την ανάσα του Θεού
Και στην ομιχλώδη εκκλησία, γονατίσε για να εξομολογηθεί
Το πρόσωπο μέσα στο εξομολογητήριο ήταν ο κ. Θάνατος
(Στροφή 3η)
Η ζωή μου είναι ένα μάταιο κυνήγι ανούσιων χιλιομέτρων
"Γιατί ο Θεός δεν μπορεί να με αγγίξει με σημάδι/οιωνό;"
«Ίσως δεν υπάρχει κανείς εκεί», απάντησε το εξομολογητήριο
Και ο Θάνατος κρύφτηκε μέσα στον μανδύα του και χαμογέλασε
"Αυτό το πρωινό έπαιξα σκάκι με τον Θάνατο", είπε ο Ιππότης
Παίξαμε για να μου δώσει ίσως χρόνο
Ο επίσκοπός μου και ο ιππότης μου θα θρυμματίσουν τα πλευρά του
Και ακόμα μπορεί να νιώσω την καρδιά του Θεού μέσα μου
[Στροφή 4η]
Και μέσα από τα στόρια του εξομολογητηρίου
Ακούστηκε το γέλιο του Θανάτου
Ο Ιππότης φώναξε, "Όχι, με εξαπάτησες!
Μα ακόμα θα βρω έναν τρόπο, θα συναντηθούμε για άλλη μια φορά
Και για άλλη μια φορά, θα συνεχίσουμε το παιχνίδι"
Συναντήθηκαν μέσα στο δάσος, ο Ιππότης, ο ακόλουθός του, και οι φίλοι του
Και ο Θάνατος είπε, "Τώρα, το παιχνίδι θα τελειώσει"
Η τελική κίνηση έγινε, ο ιππότης έσκυψε το κεφάλι του
Και είπε, "Κερδίσες, δεν μου απέμεινε τίποτε να παίξω"
(Στροφή 5η)
Ο μενεστρέλος γεμάτος οράματα τραγούδησε στην αγάπη του
Να κοιτάξει τον θυελλώδη ουρανό
Ο Ιππότης, ο ακόλουθός του, και οι φίλοι του, κρατιόντουσαν χέρι - χέρι
Σκυθρωποί χόρευαν ως την αυγή
Η κλεψύδρα του στο χέρι του, το δρεπάνι του στο πλάι του
Ο αφέντης, Θάνατος, τους οδηγεί
Η βροχή θα ξεπλύνει τα δάκρυα από τα πρόσωπα τους
Και καθώς η βροντή ξεσπά, εξαφανίζονται