Τα βροντώδεις κύματα με καλούν σπίτι σου
Η ταραγμένη θάλασσα με καλεί σπίτι σου
Σε μια σκοτεινή νύχτα της Πρωτοχρονιάς
Στη δυτική ακτή της Clare
Σ’ άκουσα να τραγουδάς
Τα μάτια σου χόρεψαν το τραγούδι
Τα χέρια σου έπαιξαν τη μελωδία
Ήταν ένα όραμα πριν από μένα.
Αφήσαμε τη μουσική πίσω κι ο χορός συνεχίστηκε
Όπως φύγαμε κρυφά προς τη παραλία
Μυρίσαμε την άλμη1, αισθανθήκαμε τον άνεμο στα μαλλιά μας
Και με θλίψη σταμάτησες.
Ξαφνικά κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγεις
Ο κόσμος σου δεν ήταν δικός μου, τα μάτια σου μου το επιβεβαίωσαν
Ακόμα ήταν εκεί, ένιωσα το σταυροδρόμι του χρόνου
Κι αναρωτήθηκα γιατί.
Όπως οι ματιές μας ανταμώθηκαν στη κυματώδη θάλασσα
Ένα όραμα με κυρίευσε
Των βροντερών οπλών και των χτυπημένων φτερών
Πάνω στα σύννεφα.
Όπως γύρισες να φύγεις σ’ άκουσα να φωνάζεις τ’ όνομά μου,
Έμοιαζες σαν ένα πουλί σ’ ένα κλουβί απλώνοντας τα φτερά του για να πετάξει
“Οι παλιοί τρόποι χάθηκαν”, τραγουδούσες σαν πετούσες
Κι αναρωτήθηκα γιατί.
Τα βροντώδεις κύματα με καλούν σπίτι σου
Η ταραγμένη θάλασσα με καλεί σπίτι σου
Τα βροντώδεις κύματα με καλούν σπίτι σου
Η ταραγμένη θάλασσα με καλεί σπίτι σου
Τα βροντώδεις κύματα με καλούν σπίτι σου
Η ταραγμένη θάλασσα με καλεί σπίτι σου
1. αλμύρα