Του αγέρα το φύσημα στη σκοτεινιά ανάμεσα στα δέντρα τ’ ανεμοδαρμένα
Το φεγγάρι σα γαλιόνι φάντασμα, πεταμένο πάνω σε θάλασσες καμωμένες από σύννεφα
Η στράτα στο φως του φεγγαριού φάνταζε σα κορδέλα πάνω στη μαβιά τη χέρσα γη
Κι ο ληστής ήρθε καβάλα
Καβάλα, καβάλα
Ο ληστής ήρθε καβάλα, μέχρι του παλιού πανδοχείου της πόρτας την εμπατή
Φόραγε καπέλο τρίκωχο κι είχε γιακά δαντέλας φίνας
Πορφυρό βελούδινο σακάκι και παντελόνι φτιαγμένο από δέρμα ελαφίνας
Που ήτανε σφιχτό χωρίς μια ζάρα· με μπότες που έφταναν παν’ απ’ το γόνα
Καβαλητός και σα πολύτιμο στραφταλιστό πετράδι
Των πιστολιών του οι λαβές στραφτάλιζαν κι αυτές
Στραφτάλιζε της σπάθας του η λαβή, κάτω απ’ ουρανό λαμπυριστό
Στου πανδοχείου τη σκοτεινή λιθόστρωτη αυλή, τ’ αλόγου ακούονταν ο κρότος σα κλαγγή
Και τα πατζούρια έκρουσε με το καμτσίκι μα ήτανε η πόρτα σφαλισμένη και κλειστή
Σφύριξε ένα γλυκό σκοπό στο παραθύρι γιατί ποια άλλη θα περίμενε εκεί
Παρά του χανιτζή η μαυρομάτα κόρη
Η Bess, του χανιτζή η κόρη,
Που ‘πλεκε αγάπης φιόγκο βαθυκόκκινο στο μακρύ το μαύρο της μαλλί
Ένα φιλί γλυκιά μου ομορφιά, απόψε έχω κόλπο να πιάσω τη καλή
Αλλά θε να ξανάρθω με χρυσάφι πριν το φως του πρωινού φανεί
Μα αν με στριμώξουν άξαφνα και με πάρουν στο κυνήγι όλη μέρα
Τότε περίμενέ με σαν έρθει του φεγγαριού το φως
Κοίτα και ψάξε με στου φεγγαριού το φως
Θα σού ‘ρθω με τη φεγγαράδα ακόμη κι αν ο διάολος στο δρόμο μου βρεθεί
Καβάλα όντας σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, ίσα που έφτανε το χέρι της
Αλλά εκείνη, απ’ το περβάζι, του έριξε τα λυμένα της μαλλιά! Σα πυρωμένο σίδερο το πρόσωπό του κάψαν
Καθώς σαν μαύρος μυρωμένος καταρράκτης, μέχρι το στέρνο του κυλίσανε και φτάσαν
Και φίλησε τα κυματιστά μαλλιά κάτ’ απ’ του φεγγαριού το φως
(Αχ, κάτ’ απ’ του φεγγαριού το φως, μαύρα κύματα γλυκά)
Τράβηξε τότε τα γκέμια κάτ’ απ’ του φεγγαριού το φως και κάλπασε πέρα κατά της Δύσης τη μεριά
Δεν ήρθε με της αυγής το φως, δεν ήρθε και το μεσημέρι
Κι ούτε με το ηλιοβασίλεμα το χρυσοπορτοκαλί, πριν η σελήνη ν’ ανατείλει
Όταν η στράτα πήρε την όψη τσιγγάνικης φανταχτερής κορδέλας που κύκλωνε τη μαβιά τη χέρσα γη,
Οι στρατιώτες με τα κόκκινα αμπέχονα ήρθαν με στρατιωτικό βήμα ταχύ
Με στρατιωτικό βήμα ταχύ, με στρατιωτικό βήμα ταχύ
Του βασιλιά Γεώργιου οι άνδρες ήρθαν με στρατιωτικό βηματισμό, μέχρι του παλιού του πανδοχείου τη πόρτα
Λέξη δεν είπανε στο χανιτζή, μόνο ήπιανε τη μπύρα του όλη
Στη κόρη βάλαν φίμωτρο και στου κρεβατιού της του στενού, το πόδι την εδέσαν
Δυό από δαύτους γονατιστοί επάνω στο περβάζι με τα μουσκέτα τους στο πλάι!
Ο χάρος παραμόνευε σε κάθε παραθύρι
Κι η κόλαση στο σκοτεινό, το ένα, παραθύρι
Γιατί η Bess να δει μπορούσε στα πατζούρι’ ανάμεσα
Τη στράτα που θα έπαιρνε καλπάζοντας να έρθει
Την είχαν δέσει ακίνητη να στέκει, με χωρατά ειρωνικά
Δίπλα της δέσανε ένα μουσκέτο, που με τη κάννη του κάτ’ απ’ το στήθος της ακούμπαγε!
«Τώρα κοίτα καλά τι θε να γίνει!» είπαν και της δώσανε ένα φιλί
Άκουσε τη φωνή του νεκρού να λέει
«Έχε το νού σου να με δεις όταν του φεγγαριού το φως θα βγεί
Κοίτα να με δεις όταν του φεγγαριού το φως θα βγεί
Θα σου ‘ρθω όταν του φεγγαριού το φως θα βγεί ακόμη κι αν ο διάολος στο δρόμο μου βρεθεί»
Έστριβε τις παλάμες τις πισθάγκωνα δεμένες, αλλά γερά οι κόμποι αντέχαν!
Πολέμαγε τα χέρια να ελευθερώσει ως που τα δάχτυλα ιδρώναν και ματώναν!
Τα τέντωνε και τα ‘στριβε μέσ’ το σκοτάδι κι οι ώρες φαίνονταν για χρόνια!
Μέχρι που να, τώρα, την ώρα που σήμαναν μεσάνυχτα
Πάνω που σήμαναν μεσάνυχτα η άκρη του ενός δαχτύλου μπόρεσε να τ’ ακουμπήσει!
Τουλάχιστο έφτανε τη σκανδάλη να πατήσει!
(η εξάστιχη στροφή αρ. 5 παραλείπεται)
Τάκα-τάκα τα πέταλα! τα ‘χανε κι αυτοί ακούσει; Οι οπλές του αλόγου ακούγονταν ξεκάθαρα
Τάκα-τάκα τα πέταλα από μακριά! Κουφάθηκαν και δεν τ’ ακούγαν;
Πέρα στου φεγγαριού το φως, απ’ του λόφου την άκρη,
Ο ληστής ερχότανε καβάλα,
Καβάλα, καβάλα
Οι στρατιώτες με τα κόκκινα αμπέχονα κοίταζαν να’ ναι έτοιμοι! Ακίνητη κι ολόρθα στάθηκε!
Τάκα-τάκα, τα πέταλα ακούγονταν στη παγωμένη σιωπή! Τάκα-τάκα, στη νύχτα μέσα αντιλαλούν!
Πλησίαζε κι όλο πλησίαζε! Το πρόσωπό της άσπρισε σα φως!
Τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα για μια στιγμή! Πήρε μια βαθιά τελευταία αναπνοή,
Το δάχτυλό της κούνησε στου φεγγαριού το φως
Και το μουσκέτο της κομμάτιασε του φεγγαριού το φως
Κομμάτιασε το στήθος της στου φεγγαριού το φως και σήμα του ‘δωσε με το δικό της το χαμό
Γύρισε τα πίσω μπρος και τ’ άλογο σπιρούνισε πέρα κατά τη Δύση, μη ξέροντας πως αυτή στεκόταν
Απ’ το μουσκέτο πάνω έχοντας τη κεφαλή σκυμμένη, λουσμένη μες το αίμα το δικό της!
Είχ’ έρθει η αυγή σαν το ‘μαθε, το πρόσωπό του χλώμιασε σαν άκουσε
Πως του χανιτζή η κόρη, η Bess
Του χανιτζή η μαυρομάτα κόρη,
Για τον αγαπημένο της είχε μείνει ν’ αφουγκράζεται στο φεγγαρόφωτο και πέθανε στη σκοτεινιά εκεί
Σπιρούνισε το άλογο και σα τρελός πίσω γυρίζει, ουρλιάζοντας κατάρες στο θεό
Σκόνη αφήνοντας πίσω του στον άσπρο δρόμο και με τη σπάθα του ψηλά να την κραδαίνει!
Κόκκινα απ’ το αίμα τα σπιρούνια μέσα στο χρυσαφένιο μεσημέρι, άλικο του κρασιού το βελούδινο σακάκι
Σαν τον ξαπλώσανε νεκρό πάνω στο δρόμο,
Χάμω σαν το σκυλί πάνω στο δρόμο
Μέσα στο αίμα κείτονταν πάνω στο δρόμο, με όλες του τις δαντέλες στο λαιμό
Τις χειμωνιάτικες τις νύχτες, ακόμη λένε, όταν το αγέρι φυσά ανάμεσα στα δέντρα
Όταν το φεγγάρι φαντάζει σα γαλιόνι, πεταμένο πάνω σε θάλασσες από σύννεφα φτιαγμένες
Όταν η στράτα στο φως του φεγγαριού φαντάζει σα κορδέλα πάνω στη μαβιά τη χέρσα γη
Ένας ληστής καβάλα έρχεται
Καβάλα, καβάλα
Ένας ληστής καβάλα έρχεται, μέχρι του παλιού του πανδοχείου, τη πόρτα