Το φάντασμα1 που περπατά, αυτή περιφέρεται
Για τον άντρα που αγάπησε, αυτός τη μείωσε
Ήταν μια συνηθισμένη νύχτα του Ιούνη
Όταν εκείνος την οδήγησε στη λίμνη ώστε να παρακολουθούσαν τη πανσέληνο
Το φάντασμα1 που περπατά, αυτή περιφέρεται
Για τον άντρα που αγάπησε, αυτός τη παρέδωσε
Στο ψηλό γρασίδι, τη φίλησε στο μάγουλο
Μα μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι του, της το έμπηξε βαθιά
Τον κοίταξε με ικετευτικά μάτια
Αυτός είπε απαλά: “Αγάπη μου, η αγάπη πέθανε!”
Και τότε σκέπασε τ’ απελπισμένα της δάκρυα κάτω απ’ τη πανσέληνο
Το φάντασμα1 που περπατά, αυτή περιφέρεται
Περιπλανιέται στο φως του φεγγαριού, κλαίει για τον εαυτό της
Γιατί τα μάτια του ποτέ δεν έδειχναν σκληρά
Αλλά το φεγγάρι στη λεπίδα, τρεμόπαιζε σαν ένα κόσμημα
Τον κοίταξε με ικετευτικά μάτια
Αυτός είπε απαλά: “Αγάπη μου, η αγάπη πέθανε!”
Και τότε σκέπασε τ’ απελπισμένα της δάκρυα κάτω απ’ τη πανσέληνο
Κάτω απ’ τη πανσέληνο
Κάτω απ’ τη πανσέληνο
Κάτω απ’ τη πανσέληνο
1. a. b. c. επεξ. || είναι η ψυχή της κοπέλας