Σε θυμάμαι Αμάντα,
ο δρόμος βρεγμένος
κι εσύ να τρέχεις στο εργοστάσιο όπου δούλευε ο Μανουέλ.
Το πλατύ χαμόγελό σου, η βροχή στα μαλλιά σου,
δεν σ’ ένοιαζε τίποτα,
πήγαινες να συναντηθείς μαζί του
μαζί του, μαζί του, μαζί του.
Πέντε λεπτά μόνο,
και η ζωή διαρκεί μία αιωνιότητα
μέσα σ’ αυτά τα πέντε λεπτά.
Ηχεί η σειρήνα,
επιστροφή στη δουλεία
κι εσύ περπατώντας τον φωτίζεις ολόκληρο,
τα πέντε λεπτά
σ’ έκαναν ν’ ανθίσεις.
Σε θυμάμαι Αμάντα,
ο δρόμος βρεγμένος
κι εσύ να τρέχεις στο εργοστάσιο
όπου δούλευε ο Μανουέλ.
Το πλατύ χαμόγελό σου,
η βροχή στα μαλλιά σου,
δεν σ’ ένοιαζε τίποτα,
πήγαινες να συναντηθείς μαζί του
μαζί του, μαζί του, μαζί του,
που έφυγε για το βουνό,
που δεν έκανε ποτέ κακό,
που έφυγε για το βουνό
και σε πέντε λεπτά,
τον έκαναν κομμάτια.
Ηχούν οι σειρήνες
για την επιστροφή στη δουλειά,
πολλοί δεν επέστρεψαν,
ούτε ο Μανουέλ.
Σε θυμάμαι Αμάντα,
ο δρόμος βρεγμένος
κι εσύ να τρέχεις στο εργοστάσιο
όπου δούλευε ο Μανουέλ.