Σ' έρημο φαράγγι σε λυποποριά
Έχασα μαντήλι με εκατό φλουριά
Ξόρκισα το χώμα, έκανα σταυρό
Πριν αποσπερώσει να τα βρω
Τότε καρασκέρι γροίκησα μακριά
Κι είδα μες στο ήλιο στην κακοπετριά
Τρεις αλογολάτες με βαριά σπαθιά
Και τις αλυσίδες αρμαθιά
Τι 'ναι το κισμέτι τι 'ναι το γραφτό
Πριν το μονοπάτι πάρω να κρυφτώ
Μου 'στησαν καρτέρι σε μια πατουλιά
Και με κλαίγαν δένδρα και πουλιά
Ήταν μαύρη Τρίτη, μαύρο δειλινό
Κι έχασα τον κόσμο και τον ουρανό
Σε μεγάλο κάστρο, σε βαθειά σπηλιά
Με τους πεθαμένους αγκαλιά
Ώσπου κάποιο βράδυ τρίξαν οι αρμοί
Κι άστραψε στην πόρτα λυγερό κορμί
Μια Βασιλοπούλα σαν τη Μαξιμώ
Πού΄χε δυο φιδούκια στο λαιμό
Πάρε λέει τα φίδια, βάλ' τα στη καρδιά
Και μεγάλωσέ τα σα μικρά παιδιά
Το 'να είν' ο Δράκος, τ' άλλο ο Διγενής
Άξιο τους αδέρφι να γενείς
Κράτησα τα φίδια μες στην ερημιά
Βιος μου και ρεγάλο και κληρονομιά
Μου΄φερναν καρύδια, γάλα και ψωμί
Δίχως να γυρεύουν πλερωμή
Κι όταν κάποια νύχτα σώπασε η φωτιά
Σκάψανε του τοίχου τη ραγισματιά
Βρήκαν κερκοπόρτα και πρωί, πρωί
Μού 'δειξαν το δρόμο στη ζωή
Τώρα τι να στα λέω τι να στα μολογώ
Μάθε μόνο τούτο - πού 'μαθα κι εγώ
Αν κρατάς χρυσάφι πλούτη και φλουριά
Δεν κατέχεις τί 'ναι λευτεριά