Μια παλιά φωτογραφία
κι ένα γράμμα ξεχασμένο
κάποιο όνειρο χαμένο
μου θυμίσανε ξανά.
Και στα χέρια σαν το πήρα
με λαχτάρα όπως πρώτα
άνοιξε του νου η πόρτα
και προβάλλαν τα παλιά.
{Οι αναμνήσεις γίνανε βόλια
να πέτρωνες καρδιά μου δόλια
να πέτρωνες καρδιά μου δόλια
να μη σε πλήγωναν.}
Μέσα απ’ τη φωτογραφία
πάλι μου χαμογελούσε
και στο γράμμα μου μιλούσε
όπως τότε τρυφερά.
Και ξανάζησα για λίγο
τα παλιά τα χτυποκάρδια
τ’ αξημέρωτα τα βράδια
τα ατέλειωτα φιλιά.
{Οι αναμνήσεις γίνανε βόλια
να πέτρωνες καρδιά μου δόλια
να πέτρωνες καρδιά μου δόλια
να μη σε πλήγωναν.}