Στα όρια της μέρας με τη νύχτα
που η ζωνη του λυκόφωτος ξυπνάει,
θηρίο μαύρο μέσα μου με νύχια,
στις γκρίζες λεωφόρους με πετάει.
Κατάρα πετρωμένη μες στα μάτια του
κι η σκόνη αυτής της πόλης μια κατάρα,
καρδιά που κι αν χτυπάει δεν ακούγεται,
προσμένει έναν ήλιο με λαχτάρα.
Στην πόλη του τρόμου με ξερνάει
κινούμενη άμμος με ρουφάει.
Κιθάρα που βογκάει στα δυο τέταρτα
ανάσα που μου βγαίνει από συνήθεια,
ρολόγια με τους δείχτες τους σαν δόκανα,
μεσάνυχτα ξοδεύουν την αλήθεια.
Κι η πόλη άδειο κέλυφος τριγύρω μου,
παιδάκια σε κελιά από τσιμέντο
τραγούδια παγωμένα και αμήχανα
αγάπες που κήρυξαν φαλιμέντο.