Νόμισα πως εδυνάμην να σε αφήσω επειδή ένιωσα την καρδιά μου μουδιασμένη.
Με τσάκισε τόσο που έκλεισα τα μάτια μου και τότε άρχισα να τρέχω.
Έστρεψα την πλάτη μου και είδα εκείνο το μορφασμό σου,
οπότε έμεινα, έμεινα.
Όμως, δεν σε χρειάζομαι, και αυτό, γλύκα, θα έπρεπε να το γνωρίζεις.
Θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να αποπειραθείς με επιτυχία να με αλλάξεις.
Και λυπάμαι τον μορφασμό σου,
οπότε έμεινα, έμεινα.
Θέλεις να την αφήσεις, δεν θέλεις να πληγώσεις κανένα.
Δεν πιστεύω ό,τι λέγεις ή ότι λυπάσαι.
Γιατί να μην αρνηθώ το μορφασμό σου ;
Εγώ απλώς μένω.
Οπότε έμεινα, έμεινα.
Οπότε έμεινα, έμεινα.
Εσύ με απωθείς, με απωθείς,
αλλά εγώ πάντα μένω, πάντα μένω, ναι.
Εσύ με απωθείς, με απωθείς,
αλλά εγώ πάντα μένω, πάντα μένω,
αλλά εγώ πάντα μένω, πάντα μένω, ναι.
Εσύ με απωθείς, με απωθείς,
αλλά εγώ πάντα μένω, πάντα μένω, ναι.
Εσύ με απωθείς, με απωθείς,
αλλά εγώ πάντα μένω, πάντα μένω.
Όμως εσύ θα μείνεις, θα μείνεις ;
Οπότε έμεινα, έμεινα.
Οπότε έμεινα, έμεινα.
Μένω, μένω.
Αλήθεια, μένω ;
Οπότε έμεινα, έμεινα.