Η γλυκιά μυρωδιά μιας μεγάλης λύπης κείτεται πάνω στη γη
σύννεφα καπνού εγείρονται και ενώνονται με τον μολυβένιο ουρανό:
ένας άνδρας ξαπλωμένος ονειρεύεται πράσινα λιβάδια και ποτάμια
αλλά ξυπνάει ένα πρωινό χώρις κανένα λόγο για να περπατήσει
Τον στοιχειώνει η ανάμνηση ενός χαμένου παράδεισου
στα νιάτα του ή σ’ ένα όνειρο, δεν μπορεί να είναι ακριβής
είναι δεμένος για πάντα σ’ έναν κόσμο που έχει απέλθει
Δεν είναι αρκετό, δεν είναι αρκετό
Το αίμα του έχει παγώσει και έχει κουρνιάσει φοβισμένος
τα γόνατά του τρέμουν και καταρρέουν μες τη νύχτα
το χέρι του αδύναμο την ώρα της αλήθειας
το βήμα του κομπιάζει
Ένας κόσμος, μια ψυχή
Ο χρόνος περνά, το ποτάμι κυλά
Και μιλάει στο ποτάμι για την χαμένη αγάπη και αφοσίωση
και σιωπηλές απαντήσεις που προκαλούν
επιπλέουν σκοτεινές και βασανιστικές σε κάθε ήρεμη θάλασσα
μια ζοφερή νύξη απ’ ό,τι πρόκειται να γίνει
Υπάρχει ένας ασταμάτητος άνεμος που φυσάει μες τη νύχτα
και έχω σκόνη στα μάτια μου που μου τυφλώνει την όραση
και σιωπή που μιλάει πιο δυνατά απ’ τις λέξεις
των υποσχέσεων που αθετήθηκαν