Ο σαργός κι ο σπάρος
Θεέ μου κοίτα θάρρος
βγήκανε στα Φάληρα
ασημένια τάλιρα
κάνουν τις τσιπούρες
κι άρχισαν φιγούρες.
Στου Δουράμπεη τραπέζι
κλείσαν και καθήσαν
και να πίνουν αρχινίσαν.
Αγαπάνε στην Καστέλλα
μια πεντάμορφη κοπέλα
αγαπάν μια συναγρίδα
κι έχουν χάσει κάθε ελπίδα
Κι ο Δουράμπεης που ξέρει
το γιαλό και το μουράγιο
τους κερνά, τους λέει «κουράγιο».