Έβρεξεν μες την αυλή μου
τζιαι έπαιζα με τα πηλά,
τζι είδα μέσα που το χώμα δκυο ματούθκια γελαστά.
Ήταν ένα σκουλουκούι τζι ήταν όπως την κλωστήν,
ήβρεν μιαν μιτσιάν τρυπούαν
τζιαι επροσπάθαν να χωστεί
Σκουλουκούιν, σκουλουκούιν πού πάεις χωρίς βρακούιν
Έμπα μέσα στη φουλιά σου
μεν πονήσεις τα λαιμά σου.
Έπιασα το που το νούρο το φιλούι το μιτσί
έπαιξα λλίο μιτά του τζι έκλεισα το στο ποτσί.
Τζι ήρτεν έσσω η αρφή μου τζι
έμπηξεν τες παουρκές.
Είπεν το τζιαι του τζιρού μου
τζι έδωκεν μου πατσαρκές.
Σκουλουκούιν, σκουλουκούιν
εν να σγάψω ένα λουκκούιν
μες τη λάντα να σε χώσω τον πελάν
για να γλυτώσω!