Λόγος Απειλή:
Ηχεί η ζωή μου σε παλιά κομμάτια μες σε κασετόφωνα, όσους φωνάζουν μην ακούς, άκου όσους τα λεν’ χαμηλόφωνα, γιατί έχουν πιάσει το νόημα ήδη και τα πιο όμορφα μάτια σ’ έχουν κοιτάξει σα φίδι κι ας μη φαίνεται, ο άνθρωπος μετατρέπεται εύκολα σε κάτι που σιχαίνεται, η αλήθεια, να λέγεται, ευθέως έχω παίξει το παιχνίδι κι ας το ‘μαθα τελευταίος, σ’ ένα θέαμα πικρό δε νιώθω δέος, ευτυχώς ή δυστυχώς, πες το όπως θες, έχω καιρό που πια σταμάτησα να κοιτάω στο χθες, γιατί δε βγάζει πουθενά, μετά τις δώδεκα θα δεις μπροστά στα μάτια σου αλήθεια κι όχι εικόνες που δείχνουν στα σινεμά, και αποτρόπαια, θα ‘ναι γελοίο αν μετά απ’ όλα αυτά αναζητήσεις να βρεις τρόπαια και στέμμα, είναι η ζωή μας ένα έργο με το πιο άρρωστο θέμα… θέμα…
Ραψωδός Φιλόλογος:
Αδερφέ, είδα όλα όσα είχα κάνει απ’ τα μάτια μου μπροστά να περνάνε καρέ-καρέ και τα σωστά, είχανε δυσανάλογα ποσοστά, κι όλα τα λάθη δε χωράνε μέσα σ’ οχτώ χιλιοστά… Ειρωνεία; Όλη η ζωή μας μια ταινία, που στην ουρά περιμένουμε να δούμε μ’ αγωνία, κι είναι σα σενάριο που ανατρέπεται, εν τέλει, είναι πόρνη η ζωή αν δε σε θέλει. Όμως κατάλαβε αυτό αν το αντέχεις, στη ταινία της ζωής αυτής, δεν είσαι πρωταγωνιστής, μα σκηνοθέτης, πάντα θα υπάρχει κάποιος να σου βγαίνει από πάνω, μα μάθε με μαεστρία να τον κόβεις απ’ το πλάνο σε μπαράζ απάνω των σκηνών κράτα όποιες θέλεις για να κάνεις της ζωής σου το μοντάζ, καν’ τα όλα πέρα, περίμενα υπομονετικά να σε χειροκροτήσεις εσύ ο ίδιος στην πρεμιέρα.
Ρεφραίν:
Κοιτάζω πίσω, ψάχνοντας κάτι γνώριμο ξανά για ν’ αντικρίσω και προς το μέρος του να περπατήσω, να ζήσω κι από τ’ αρώματά του να μεθύσω, σα λουλούδι να μαραθώ και ν’ ανθίσω.
Κοιτάζω πίσω, τον εαυτό μου ψάχνω να του πω να μη λυγίσω, στα δύσκολα να μην τα παρατήσω, στα μάτια να με δω και να μου δώσω συμβουλή να μη μ’ αφήσω την αγάπη να μισήσω.
Λόγος Απειλή:
Δώσ’ μου καρδιά και άσ’ τον λόγο σου παράμερα, τα παιδικά μου χρόνια δε μου τα γυρνάνε πίσω photos, ούτε κάποια κάμερα, πού πάμε δε ξέρω, ούτε τι ζητάμε, βλέπουμε τον θάνατό μας και μόνοι χειροκροτάμε, για να λέμε ότι πήραμε λίγο μέρος, πια οι έφηβοι σκοτώνουν τη ζωή σαν να ‘ναι γέρος, είναι θέρος, μα σε όνειρα και σκέψεις, τώρα που σβήνουνε τα φώτα, χάνονται τα συναισθήματα κι οι λέξεις στο πανί, που πριν προβάλανε εικόνες με ηδονή, βλέπεις τα πρόσωπα που αγάπησες, ειρωνεία στεγνή, μα τι να κάνεις; Αφού σου μάθανε ό, τι βλέπεις σα σφουγγάρι να ρουφάς και να λαμβάνεις έτσι κάνεις, δίχως φίλτρα, κάποιοι βγαίνουνε χαμένοι από τη μήτρα, κι άλλοι κλέβουνε στιγμές και θέλουν λίτρα, λίγο τσίπα να είχες πάνω σου γαμώτο θα ήταν σίγουρα καλύτερα, σιχάθηκα τον κόσμο που ζω μέσα από τα κύτταρα.
Ραψωδός Φιλόλογος:
Μες την φουρτούνα, μεγαλωμένος απ’ την κούνια, σα παλίρροια με σκέπαζε ο πόνος μέχρι τα μπούνια, για ν’ αντέξω, ή για να μείνω πάντα στην απ’ έξω, μα διαλέγω τον καπετάνιο να παίξω, στα πανιά αέρα, φέρτε καπέλο και τιμονιέρα, πείτε στους ναύτες που δειλιάζουνε να κάνουν πιο πέρα, ένα δυο βήματα, δεν ψάχνω αφορμές ούτε προσχήματα, έχω λατρέψει τα ίδια που θα με πνίξουνε κύματα, το ξέρεις, ‘γώ για τα λάθη μου δεν κλαίγομαι τ’ αντέχω και για σένα που στα δύσκολα με άφησες, να ξέρεις, τα μάτια όταν κλείνω δεν ονειρεύομαι, να ονειρευτείς εσύ δύο φορές και να μου φέρεις, μία που να μου χαρίσει ελπίδα σκέψη, ή ό, τι τέλος πάντων έχει περισσέψει, στην πρύμνη και στην πλώρη για πάντα συνοδοιπόροι, το ταξίδι ξεκινά κι όποιος αντέξει…
Ρεφραίν:
Κοιτάζω πίσω, ψάχνοντας κάτι γνώριμο ξανά για ν’ αντικρίσω και προς το μέρος του να περπατήσω, να ζήσω κι από τ’ αρώματά του να μεθύσω, σα λουλούδι να μαραθώ και ν’ ανθίσω.
Κοιτάζω πίσω, τον εαυτό μου ψάχνω να του πω να μη λυγίσω, στα δύσκολα να μην τα παρατήσω, στα μάτια να με δω και να μου δώσω συμβουλή να μη μ’ αφήσω την αγάπη να μισήσω.