Συμπληγάδες σκέψεις σ’ έζωσαν καθώς περνούσες
τ’ αυτοκινητόδρομου τις νεκρές πομπές.
Πράσινες, κόκκινες, μαβιές και της σειρήνας οι φωνές
μοιάζανε να σ’ ακολουθούν.
Δεν είναι οι μέρες μας απλές και οι ζωές μας οι μικρές
δεν έχουνε που να απλωθούν.
Μακριά που φεύγεις του πλανήτη μας χαρά
της ζωής ξοδεύεις τη μικρή στερνή φωτιά.
Στο κορμί σου πέφτουν παγωμένες οι ψιχάλες
γράφουνε στην άσφαλτο το πλοίο μυθικό.
Σφραγίζουν στον κατακλυσμό μιαν επικίνδυνη στροφή
μια ηθελημένη σύγκρουση.
Παραβιάζουν ξαφνικά το σκηνικό κι από εκεί
αποκαλύπτουν τη σκηνή.
Μακριά που φεύγεις του πλανήτη μας χαρά
της ζωής ξοδεύεις τη μικρή στερνή φωτιά.
Κι είπες δεν αντέχω το θλιμμένο τούτο δρόμο
σε καπνούς πνιγμένο και σε θάλασσες νεκρές.
Ώρες μακάβριες της αιχμής και δρόμοι της υποταγής
μας σέρνουν και μας κυβερνούν.
Κι όσοι τα βλέπουν όλα αυτά και βολεμένοι είναι καλά
σωπαίνουνε και δεν μιλούν.
Μακριά που φεύγεις του πλανήτη μας χαρά
της ζωής ξοδεύεις τη μικρή στερνή φωτιά.