Μες το κελί μου μια φορά
έφτιαχνα χρόνια δυο φτερά
να βγω απ’ τη φυλακή μου.
Μα μια αόρατη φωνή
μου’ λεγε βράδυ και πρωί
το λάθος της ζωής μου.
Σε ποια πατρίδα θες να πας
και σε ποιο κόσμο να πετάς
και σε ποια κοινωνία.
Που είν’ όλοι σάπιοι και πονούν
κι έχουν δυο-τρεις που κυβερνούν
μες απ’ τα καφενεία.
Στης φυλακής μου την αυλή
άρχισε χτες ένα πουλί
χρυσή φωλιά να χτίζει.
Και του’ πα, δως μου φιλικά
τα δυο φτερά σου δανεικά
και το είδα να δακρύζει.