Σε κλαίει ο λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου, του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες,
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις
εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις, και τη φέρνεις
σαν πιο κοντά.