Τον στεναγμό μου πια δεν τον ακούς;
Η νύχτα λες που αναστενάζει;
Τα ρούχα σου ραντίζω μ’ αγιασμούς
και λέω είναι μπόρα θα περάσει
Από το σπίτι δεν περνά κανείς
ούτε οι φίλοι κι οι γειτόνοι.
Η στέγη δε χαμήλωσε θαρρείς;
Μα είναι η αγάπη που τελειώνει.
Σαν καφενείο με κλειστά παράθυρα
και σ’ ένα δρόμο ερημικό έγειρε τώρα η καρδιά σου.
Και σαν τον πόλεμο τον ξαφνικό με τα σημάδια
στο λαιμό ζεστή με πήραν απ’ την αγκαλιά σου