Κοιτάζω κάτω στο δρόμο κι εκεί τρέχει η Μαίρη
Χρυσά μαλλιά και χείλη σαν κεράσια
Πάμε κάτω στο ποτάμι που οι ιτιές κλαίνε
Πιάνουμε μια γυμνή ρίζα για κάθισμα των εραστών
Που ξετρύπωσε από το δαγκωμένο χώμα
Αλλά ακούω στο έδαφος τον ήχο αναρριχόμενων σπειρών κισσών
Ω Μαίρη πλάνεψες την ψυχή μου
Και δεν διαχωρίζω το σωστό από το λάθος
Για πάντα όμηρος του παιδικού σου κόσμου
Και μετά έδωσα την μεταλλική σε σχήμα φλυτζανιού καρδιά μου
Κρατούμενος των πλευρών της
Και με ένα πέταγμα των μπουκλών της
Εκείνο το μικρό κορίτσι πηγαίνει περπατώντας μέσα
Γυρίζοντας το φόρεμα της πάνω από το γόνατο
Μετατρέπει αυτά τα νερά σε κρασί
Μετά έπλεξε όλες τις κληματσίδες των ιτιών
Η Μαίρη στα ρηχά γελά
Εκεί όπου ο κυπρίνος πετάγεται
Τρομαγμένη από τις νέες σκιές που έριξε
Σε αυτά τα δυστυχισμένα νερά και στην καρδιά μου