Την ώρα που σιδέρωνε
της ήρθε πως ξημέρωνε
και σφύριζε καράβι.
Σαν τότε που διαλέγαμε
με ποιον μπορεί να φεύγαμε
στην πρώτη αγάπη σκλάβοι
Κι είχε ένα σίδερο μ’ ατμό
και λίγο ιδρώτα στο λαιμό
Σαββάτο απόγευμα στην άκρη της κουζίνας.
Γυρνάει ραντίζει ένα γιακά
και λέει στον άντρα ξαφνικά
πως πάει κι αυτός ο μήνας.
Την ώρα που σιδέρωνε
της ήρθε πως ημέρωνε
στα γόνατα λιοντάρι.
Διπλώνει ένα πουκάμισο
κι ο γιος χρονώ ενάμισο
στα πόδια της κουβάρι.
Κι είχε ένα σίδερο μ’ ατμό
και λίγο ιδρώτα στο λαιμό
Σαββάτο απόγευμα στην άκρη της κουζίνας.
Γυρνάει ραντίζει ένα γιακά
και λέει στον άντρα ξαφνικά
πως πάει κι αυτός ο μήνας.
Την ώρα που σιδέρωνε
της ήρθε ν’ αφιέρωνε
σε κάποιον τη ζωή της
Που ανέβαινε στη μάντρα της
και γνώριζε τον άντρα της
με την αναπνοή της.
Κι είχε ένα σίδερο μ’ ατμό
και λίγο ιδρώτα στο λαιμό
Σαββάτο απόγευμα στην άκρη εκεί στην πόρτα.
Μια πιέτα δύσκολη πατά
απ’ τ’ όνειρό της σταματά
κι ανάβει όλα τα φώτα.