Με κράτησες ξάγρυπνο
και με χτυπούσες με ένα χέρι από σπασμένα καρφιά.
Με έδεσες χειροπόδαρα και τράβηξες την αλυσίδα μου
για να δεις το αίμα μου να αρχίσει να βράζει.
Όμως, εγώ θα διαλύσω,
θα διαλύσω το,
θα διαλύσω το σκουριασμένο κελί μου και θ'αποδράσω.
Ο καιρός παραείναι ψυχρός για να ανάψω φωτιά.
Καίω βενζίνη, καίω κόκκαλα δεινοσαύρων.
Θα στερέψω τον ποταμό για να αναχαιτίσω τον νερό
και να οδηγήσω μια αγέλη σκυλιών.
Εγώ θα διαλύσω,
θα διαλύσω το,
θα διαλύσω το σκουριασμένο κελί μου και θ'αποδράσω.
Χτυπήματα σαν ένα Φίλιπς τσακίζουν το μυαλό μου,
θα σκοτεινιάσει πολύ ο τόπος για να ξανακοιμηθώ.
Αν αναλώσω τα δόντια μου στα κάγκελα και τις σκουριασμένες αλυσίδες,
θα διαλύσω το σκουριασμένο κελί μου και θ'αποδράσω.
Όταν το δάσος καταναλίσκει το δρόμο,
σαν να καθοδηγούμαι από τα μάτια του Θεού,
Όταν οι σκύλοι αναζητήσουν τα κόκκαλά τους
και αρχίσει βροχή παγοκρυστάλλων στην ατσάλινη ακτή σου,
θα διαλύσω,
θα διαλύσω το,
θα διαλύσω το σκουριασμένο κελί μου και θ'αποδράσω.