Βουνά και σύγνεφα μακριά,
σ’ όλα τριγύρω σιγαλιά,
τα λιόφυτα γαληνεμένα
και τα σπιτάκια ασβεστωμένα.
Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντά η καλόγρια η μικρή
άχου, τι όμορφα κεντάει
το χεράκι της πως πάει.
Βάνει πουλιά, βάνει δεντριά,
βάνει και τ’ άστρα τα χρυσά,
βάνει στις τέσσερις τις κόχες
τέσσερις αγριομολόχες.
Σ’ ένα αχερόχρωμο πανί
κεντάει η καλόγρια η μικρή,
μα κάθε τόσο αναστενάζει
και κάτι με το νου της βάζει.
Λίγο το χέρι σταματά
μες στον αέρα και κοιτά,
στα μάτια της π’ ανοιγοκλειούν
δυο καβαλάρηδες περνούν.
Κι ύστερα πάλι στο πανί
ξεσπάει η καλόγρια η μικρή:
τι ποτάμια, τι χορτάρια,
τι λιοτρόπια, τι φεγγάρια!
πλάσματα της αρεσιάς της
της ονειροφαντασιάς της.