Στην έξαρσή του ο ποιητής μας δείχνει τη στιγμή
στον ήλιο της απόγνωσης, ακίνητη σαν σαύρα.
Ρίξε το βλέμμα πάνω της – δες το σαν προσταγή-
και νιώσε τα σπαράγματα και τη στυφή τους αύρα.
Ο Ρίλκε είναι μεγάλος.
Με στόμα που γελά,
όταν ο θάνατος θαρρεί
πως ξεχειλίζει από ζωή,
τολμά να κλάψει, ο ποιητής,
στο κέντρο της καρδιάς του!*
Οι κόγχες μας δανείζονται τα μάτια αλλονών,
οι λέξεις μας μυρίζουνε χαμό και χαμομήλι,
λιώνουν τα ακροκέραμα στα σπίτια των τρελών,
του κόσμου το παιχνίδισμα, πόρτα είναι που τρίζει.
Ο Ρίλκε είναι μεγάλος.
Με στόμα που γελά,
όταν ο θάνατος θαρρεί
πως ξεχειλίζει από ζωή,
τολμά να κλάψει, ο ποιητής,
στο κέντρο της καρδιάς του!
Αρχίζουνε το βέλασμα οι ψάλτες και τ’ «αμήν»,
παίρνουν και τ’ αναλόγια μόνα τους να γυρνάνε.
Του ανθρώπου παρακάμπτεται η ατέλεια «προς στιγμήν».
Τώρα νυχτώνει απότομα κι οι γρύλοι τραγουδάνε:
«Ο Ρίλκε είναι μεγάλος.
Με στόμα που γελά,
όταν ο θάνατος θαρρεί
πως ξεχειλίζει από ζωή,
τολμά να κλάψει, ο ποιητής,
στο κέντρο της καρδιάς του!».