Πήγαινε μια μικρή βόλτα στην άκρη της πόλης
και πέρνα τις σιδηρογραμμές
Εκεί που η κοιλαδογέφυρα καραδοκεί,
σαν πουλί της μοίρας
Καθώς μετακινείται και σπάει
Εκεί που κρύβονται μυστικά στις φωτιές των συνόρων,
στα σύρματα που μουρμουρίζουν
Ε φίλε, το ξέρεις
δεν γυρνάς ποτέ πίσω
Πέρασες την πλατεία, πέρασες τη γέφυρα,
πέρασες τους μύλους, πέρασες τις χωματερές
Σε μια μαζεμένη καταιγίδα έρχεται
ένας ψηλός γοητευτικός άντρας
σε ένα σκουριασμένο μαύρο παλτό με
ένα κόκκινο δεξί χέρι
Θα σε τυλίξει στα χέρια του,
θα σου πει πως ήσουν καλό παιδί
Θα αναζωπυρώσει όλα τα όνειρα
που σου πήρε μια ζωή να καταστρέψεις
Θα εισχωρήσει βαθιά μέσα στην τρύπα,
θα θεραπεύσει τη συρρικνωμένη ψυχή σου,
αλλά δε θα υπάρχει ούτε ένα πράγμα
που να μπορείς να κάνεις
Είναι ένας θεός, είναι ένας άνθρωπος,
είναι ένα φάντασμα, είναι ένας γκουρού
Ψιθυρίζουν το όνομα του
στην εξαφανισμένη χώρα του
Αλλά κρυμμένο στο παλτό του
βρίσκεται ένα κόκκινο δεξί χέρι
Δεν έχεις λεφτά;
Θα σου βρει
Δεν έχεις αυτοκίνητο;
Θα σου φέρει ένα
Δεν έχεις αυτοσεβασμό,
νιώθεις σαν έντομο
Λοιπόν μην ανησυχείς φίλε,
γιατί έρχεται
Μέσα από τα γκέτο και τις ισπανικές συνοικίες
και τις κληματαριές και τις φτωχογειτονιές
Μια σκιά απλώνεται όπου κι αν σταθεί
Σωροί από πράσινο χαρτί στο
κόκκινο δεξί του χέρι
Θα τον δεις στους εφιάλτες σου,
θα τον δεις στα όνειρα σου
Θα εμφανιστεί από το πουθενά αλλά
δεν είναι αυτό που φαίνεται
Θα τον βλέπεις στο μυαλό σου,
στην οθόνη της τηλεόρασης
Και έι φίλε, σε προειδοποιώ
να την κλείσεις
Είναι φάντασμα, είναι θεός,
είναι άνθρωπος, είναι γκουρού
Είσαι ένα μικροσκοπικό γρανάζι
στο καταστροφικό του σχέδιο
Σχεδιασμένο και σκηνοθετημένο από
το κόκκινο δεξί του χέρι