Ήσαν παντρεμένοι μόλις δυο ώρες και δεν μιλούσαν.
Εκείνη ίδρωνε κάτω από τις στρώσεις του φορέματός της.
Εκείνος οδηγούσε,με το βλέμμα σταθερό στην άσφαλτο,την Κάντιλάκ του
με το Λας Βέγκας στα νώτα του κι έναν προορισμό άγνωστο ακόμα.
Λεγόταν πως ήσαν τρελοί
και φιλιόντουσαν στο μετρό
και ύστερα καβγάδιζαν κι μετά αγκαλιάζονταν,
αγνοούσαν τον κόσμο γύρω τους,
ο οποίος γελούσε πάντοτε λίγο
όταν ντύνονταν όπως στον γάμο τους, μέρα παρά-μέρα,
Όταν εκείνη έκλαιγε
κι εκείνος τραγούδαγε ένα μελαγχολικό κομμάτι,
περίεργα επέστρεφε σ' αυτήν, ξαφνικά όπως πάντα,
εκείνο το χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, έβριζε την Cadillac του
εκείνη, μέσα στο νυφικό της, απομακρυνόταν από το αυτοκίνητο.
"Αγάπη μου, πού πηγαίνεις ;"
έτρεξε πίσω της και την αγκάλιασε
τότε την σήκωσε στα μπράτσα του και συνέχισε προς την έρημο.
Κάποιος τους είδε ν' απομακρύνονται,
είναι ένας φορτηγατζή της Νέας Υόρκης.
Είπε ότι εκείνος ο άνδρας παράξενα της μιλούσε και αντιθέτως δεν
της τραγουδούσε σίγουρα, εκείνο το μελαγχολικό κομμάτι του.
Είπε πράγματι ότι η γυναίκα τον παρακολουθούσε παράξενα
με το χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Και αγνοούσαν τον κόσμο γύρω τους
ο οποίος γελούσε πάντοτε λίγο
όταν ντύνονταν όπως στον γάμο τους, μέρα παρά-μέρα
όταν εκείνη έκλαιγε
κι εκείνος τραγούδαγε ένα μελαγχολικό κομμάτι
περίεργα επέστρεφε σ' αυτήν, ξαφνικά όπως πάντα,
εκείνο το χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Περίεργα επέστρεφε σ' αυτήν, ξαφνικά όπως πάντα,
εκείνο το χαμόγελο στο πρόσωπό της.