Προχτές το βράδυ τα όνειρα πολλά
και θα σου πω το πιο καλό απ’ όλα αυτά,
πετούσα, λέει, στον ουρανό,
μακριά από τον κόσμο αυτό.
Και ξάφνου, βλέπω παράξενο πουλί
και με ανθρώπου, μου μίλησε, φωνή,
με ρώτησε "για πού τραβάς και ποιούς αφήνεις,
δεν έχεις πια κουράγιο και δε δίνεις".
"Κάτω εκεί, το δρόμο έχασα" τού λέω
"την ψευτιά συνήθισα και φταίω,
κάτω εκεί έχει χαλάσει ο καιρός
και βασιλεύει αναίσθητος Θεός".
Ψηλά, φίλε, πάρε με ψηλά,
στης φαντασίας τα φτερά,
στην ψυχή μου, απόψε, θα `ρθω πιο κοντά.
Μου είπε "κρίμα, πίστευα πως είν’ απλό,
να κάνει ο ένας για τον άλλονε καλό,
δεν ξέρω, είπα των ανθρώπων την αλήθεια,
εσύ μου λες τής Χαλιμάς τα παραμύθια".
Όμως, χωρίς αυτά, μου λέει, δεν ανασαίνεις,
χωρίς αυτά, κάθε μέρα και πεθαίνεις,
γι’ αυτό λοιπόν, απόψε ήρθες σ’ εμένα
να θυμηθείς αυτά που σού `χουνε κλεμμένα.
Γύρισε πίσω γιατί σε περιμένουν
αυτοί που σ’ αγαπάν και σε πεθαίνουν,
θυμήσου μόνο αυτό που θα σού πω,
η τρέλα σου είναι ό,τι πιο αληθινό.
Ψηλά, φίλε μου, πάρε με ψηλά,
στης φαντασίας τα φτερά,
ψηλά, φίλε μου, πάρε με ψηλά,
στης φαντασίας τα φτερά,
στην ψυχή μου, απόψε, να `ρθω πιο κοντά.