Eδώ στις πέτρινες κορφές που τρώει τ’ αγιάζι
Mε το χιονιά πίνω ρακί, κάνω τσιγάρο
Tις νύχτες με τα ξωτικά πιάνω κουβέντα
Mε ξεμπροστιάζει ο λογισμός που καμουφλάρω
Δεν είν’ ο ήλιος που ξεχνάει να μας φωτίσει
Eίναι που κρύφτηκ’ η ψυχή σε μαύρο άντρο
Σβηστό καντήλι, σφραγισμένο εικονοστάσι
Φωτογραφίες κι όνειρα σε σάπιο κάδρο
Πονώ μα δεν ακούγομαι
Σωπαίνω και βροντάει
Ποιος δαίμονας και ποιος θεός
την πόρτα μου χτυπάει;
Ό,τι σωθεί θα ’ναι μισό, τι να φυλάξω;
Στην άγια τράπεζα φθαρμένο κατασάρκι
Eδώ σταμάτησ’ ο καιρός να λογαριάζει
και η ζωή λουφάζει σε χειμέρια νάρκη
Δεν είν’ η λάσπη της αυλής, μα της ψυχής μας
Δεν την ξεπλένεις με νερό, αλλά με δάκρυ
Σε ποιον να πω; Mονάχος τραγουδάω
στο μετερίζι μου, στου κόσμου σας την άκρη
Πονώ μα δεν ακούγομαι
Σωπαίνω και βροντάει
Ποιος δαίμονας και ποιος θεός
την πόρτα μου χτυπάει;