Είναι δέκα μέρες που είμαι έξω
Λες ότι χαμογελάς αλλά μέσα σου πεθαίνεις
Με έχουν κουράσει όλοι
Γυναίκες, αμάξια και φίλοι μερικές φορές
Κι όμως από εσένα δεν κουράζομαι
Μερικές φορές σκέφτομαι τον Τίβερη και ύστερα τραγουδώ
Αν και η Ρώμη δεν είναι μόνο κέντρο
Για μένα είσαι όμορφη σαν μια σβησμένη αμφιβολία
Σαν ένα άσυλο για έναν κλέφτη
Είσαι όμορφη όπως ο Άγγελος και η αμαρτία
Σου φαίνεται λίγο? Σε σένα φαίνεται λίγο να είσαι αθάνατη?
Όταν σβήνεις και έρχεται η δύση, τι ομορφιά που μένει
Είσαι όμορφη ακόμα και χωρίς θάλασσα...
Εκεί κάτω από την Parioli, είναι όμορφα τα αγοράκια
Αλλά για μένα δεν κερδίζουν δύο ζωντανά ματια σε αυτά τα πάρκινγκ
Γιατί η Ρώμη είναι το Κολοσσαίο αλλά δεν είναι μόνο εκείνο
Η Ρώμη είναι αυτός ο σπασμένος πάγκος
Που δίνει όνειρα σε κείνο το πιτσιρίκι
Η Ρώμη είναι ένα ανοιχτό παράθυρο γεμάτη από μανταλάκια και πανιά
Είναι ένα μωρό με μπαλόνι που πέταξε από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη
Ο πατέρας μου με έπαιρνε τις Κυριακές στο στάδιο
Ακόμα κρατώ με μεγάλη προσοχή το πρώτο κασκόλ στη ντουλάπα μου
“Ρώμη πρωτεύουσα του διαβόητου κόσμου”
Το πρώτο μου δοκίμιο από παιδί, το τραγουδησες με την καρδιά.
Δεν είναι ο Άγιος Πέτρος αλλά αυτός ο ναός που καταρρέει
Η αληθινή Ρώμη βρίσκεται μέσα στα σοκάκια
Που εσύ τουρίστα δεν εκτιμάς
Είναι μια μάχη χαμένη με διεφθαρμένους πολιτικούς
Ωστόσο μιλάς γι' αυτά κι ύστερα γελάς
γιατί στη Ρώμη σε νοιάζει
Είναι ένα μεσημεριανό στο σπίτι μου με τους φίλους μιας ζωής
Αυτοί που χάνουν στο tressette και τα "παίρνουν" με την κακή τύχη
Θες να ηρεμήσεις χωρίς πολλές σαχλαμάρες
Χάνεις τον κόσμο στους ώμους και βρίσκεις δύναμη σε ένα “έλα”
Είναι δέκα μέρες που είμαι έξω
και σαν εμένα λείπεις
Αύριο γυρίζω και πρώτα
πάω να πιάσω δυο γάντια
Γιατί για να γράψω για σένα θέλει σεβασμό
Ευχαριστώ που έμεινες ανοιχτή όταν δεν είχα ένα κρεβάτι.