Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…
γκρινιάζει κάποιος φωνογράφος
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
Τώρα συνήθισα μονάχος.
Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.
Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίλχες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχές μας ψυχές σαν τσίχλες.
Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
-Έτσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.
Τα δένδρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα…
Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…
Λόγια για λόγια κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ’ναι η εκκλησία σου;
Βαρέθηκα πια στα μετόχια.
Α! να ’ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι!
Μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.
Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δεν μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε τη ψυχή στα δόντια.
Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα-ζήτα…
Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…
Βλέπω τα κόκκινα της νύχια,
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν!
Και τη θυμάμαι με το βήχα.